μυθιήτης

μυθιήτης
μυθιήτης και μυθίτης, ὁ (Α)
ο στασιαστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῦθος + κατάλ. -ιήτης / -ίτης, πιθ. κατά το πολιήτης (για τη σημ. τής λ. πρβλ. μύθαρχοι, μυθητήρες)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μυθιήτης — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυθιήτας — μυθιήτᾱς , μυθιήτης masc acc pl μυθιήτᾱς , μυθιήτης masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυθίτης — μυθίτης, ὁ (Α) βλ. μυθιήτης …   Dictionary of Greek

  • μυθητήρες — μυθητῆρες (Α) (κατά τον Ησύχ.) «στασιασταί». [ΕΤΥΜΟΛ. < μυθώ + επίθημα τήρ (για τη σημ. τής λ. πρβλ. λ. μύθαρχοι, μυθιήτης)] …   Dictionary of Greek

  • μύθαρχοι — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «οἱ προεστῶτες τῶν στάσεων». [ΕΤΥΜΟΛ. < μῦθος «στάση, επανάσταση» + αρχος (< ἄρχω), πρβλ. μυθιήτης] …   Dictionary of Greek

  • μύθος — Παραδοσιακή αφήγηση ενός λαού, στην οποία αποδίδονται ιδιαίτερες αξίες ιερού χαρακτήρα. Ο όρος, τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν για τις φανταστικές διηγήσεις, υποδηλώνει μέχρι σήμερα την πιθανότητα και την αντικειμενική αναξιοπιστία… …   Dictionary of Greek

  • μυθιῆται — μῡθιῆται , μυθίζω fut ind mid 3rd sg (doric aeolic) μῡθιῆται , μυθιάζομαι recount fables fut ind mp 3rd sg (doric) μυθιήτης masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”